- επαναλύω
- ἐπαναλύω (AM)ξαναγυρίζω, επανέρχομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επαναλυτής — ἐπαναλυτής, ο (Α) [επαναλύω] ο επανερχόμενος, αυτός που βαδίζει προς τα πίσω, που επιστρέφει … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek